- καζακλαριώτικος
- η , ο :
καζακλαριώτικο γομάρι — безразличный, равнодушный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζακλαριώτικο γομάρι — безразличный, равнодушный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.